δίαιτα

δίαιτα
Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.). Προέρχεται από τη νεολατινική λέξη dieta, που κατάγεται από τη λατινική dies (ημέρα). Αρχικά τις συνελεύσεις αυτές συγκροτούσαν οι ένοπλοι ελεύθεροι άντρες, αργότερα όμως η συμμετοχή περιορίστηκε, λόγω και της αύξησης της έκτασης των κρατών, στους μεγάλους και μικρούς φεουδάρχες και στον ανώτερο κλήρο. Ο τόπος της συγκέντρωσής τους μετατοπιζόταν, ανάλογα με τη διαμονή του βασιλιά και τις ανάγκες της οργάνωσης στην αυτοκρατορική εποχή. Οι σοβαρότερες δ. της καρολιγγιανής εποχής ήταν του Ακυισγράνου (Άαχεν 802), όπου καθορίστηκαν τα καθήκοντα του αυτοκράτορα, και της Ρατισβόνης (805), όπου αποφασίστηκε η διανομή της αυτοκρατορίας. Στην αυτοκρατορική περίοδο σημαντικές ήταν οι δ. του Βορμς (1122, τερματισμός του περί περιβολής αγώνα), της Ρονκάλια (1158, διακήρυξη των δικαιωμάτων της αυτοκρατορίας απέναντι στις κοινότητες), της Νυρεμβέργης (1356, διακήρυξη της χρυσής βούλας με την οποία καθορίζονταν οι κανόνες και ο αριθμός εκείνων που θα έπαιρναν μέρος στην εκλογή του αυτοκράτορα), του Βορμς (1521, καταδίκη του Λούθηρου), της Νυρεμβέργης (1523-24, πρόσκληση στον πάπα να συγκαλέσει ελεύθερη σύνοδο σε γερμανικό έδαφος), του Σπάγιερ (1526, κατάργηση της αγαμίας του κλήρου, επιβολή από τον Κάρολο Ε’ των προηγούμενων νεωτερισμών και διαμαρτυρία των λουθηρανών), του Άουγκσμπουργκ (1530, αποτυχημένη προσπάθεια συμφιλίωσης καθολικών και λουθηρανών· 1548, προσωρινή συμφωνία Γερμανών καθολικών και Διαμαρτυρομένων), της Ρατισβόνης (1541, ατυχής προσπάθεια συμβιβασμού μεταξύ Ρώμης και Μεταρρύθμισης· 1546, άρνηση των Διαμαρτυρομένων να αναγνωρίσουν το κύρος της συνόδου του Τρέντο). Από το 1663 η δ. είχε μόνιμα την έδρα της στη Ρατισβόνη, αλλά από τον επόμενο αιώνα έχανε όλο και περισσότερο τη σημασία της, ώσπου με την ειρήνη του Πρεσβούργου (1805) και το τέλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καταργήθηκε. Η ονομασία δ. όμως δόθηκε στις βουλές των χωρών που αντιπροσωπεύονταν στο συμβούλιο της Αυστριακής αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Κάρολος Δ’ μαζί με τους επτά μεγάλους εκλέκτορες, τρεις κληρικούς και τέσσερις λαϊκούς, στη δίαιτα για την εκλογή του, σε μικρογραφία του 1370 (Βασιλική Βιβλιοθήκη, Βρυξέλλες).
* * *
η (AM δίαιτα, Μ και διαίτη)
1. διατροφή, διαβίωση, τρόπος ζωής
2. το σύστημα διατροφής και διαβίωσης που επιβάλλεται από τη θεραπευτική σε πάσχοντες, κν. κούρα
μσν.- νεοελλ.
συνέλευση αντιπροσώπων, εθνοσυνέλευση, βουλή, κοινοβούλιο
αρχ.
1. ο τρόπος τού ζην
2. γεύμα, δείπνο
3. οίκημα, κατοικία
4. (για ψάρια) φωλιά
5. διαιτησία
το έργο και το αξίωμα τού διαιτητή
6. φρ. «ὀφλεῑν τὴν δίαιταν» — το να έχει κάποιος καταδικαστική την απόφαση τού διαιτητή εναντίον του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δίαιτα θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο από διαιτώμαι.
ΠΑΡ. διαίτημα, διαιτητής, διαιτητικός
αρχ.
διαίτημα, διαίτησις
αρχ.-μσν.
διαιτητήρια
μσν.
διαιτάριος.
ΣΥΝΘ. αρχ. αβροδίαιτα, ομοδίαιτα
νεοελλ.
γαλακτοδίαιτα, φρουτοδίαιτα, χορτοδίαιτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαίτα — διαίτᾱ , δίαιτα way of living fem nom/voc/acc dual διαίτᾱ , διαιτάω treat pres imperat act 2nd sg διαίτᾱ , διαιτάω treat imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαίτᾳ — διαίτᾱͅ , δίαιτα way of living fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίαιτα — way of living fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίαιτα — η 1. τρόπος διατροφής που συνιστάται από γιατρό σε άρρωστο, για θεραπευτικούς σκοπούς: Στους διαβητικούς ο γιατρός πάντοτε επιβάλλει αυστηρή δίαιτα. 2. ο τρόπος καθημερινής διατροφής: Στην καθημερινότητά μου ακολουθώ ελαφριά δίαιτα. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαιτᾷ — διαιτάω treat pres subj mp 2nd sg διαιτάω treat pres ind mp 2nd sg (epic) διαιτάω treat pres subj act 3rd sg διαιτάω treat pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαίτας — διαίτᾱς , δίαιτα way of living fem acc pl διαίτᾱς , δίαιτα way of living fem gen sg (doric aeolic) διαίτᾱς , διαιτάω treat imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτᾶι — διαιτᾷ , διαιτάω treat pres subj mp 2nd sg διαιτᾷ , διαιτάω treat pres ind mp 2nd sg (epic) διαιτᾷ , διαιτάω treat pres subj act 3rd sg διαιτᾷ , διαιτάω treat pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίαιθ' — δίαιτα , δίαιτα way of living fem nom/voc sg δίαιται , δίαιτα way of living fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίαιτ' — δίαιτα , δίαιτα way of living fem nom/voc sg δίαιται , δίαιτα way of living fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτᾶν — δίαιτα way of living fem gen pl (doric aeolic) διαιτάω treat pres part act masc voc sg (doric aeolic) διαιτάω treat pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) διαιτάω treat pres part act masc nom sg (doric aeolic) διαιτᾶ̱ν , διαιτάω treat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”